|
Χιόνι
Στο
κρασί έσβηνες τη δίψα
-λαχτάρα ν' αγγίξεις, να δεις-
στη φωτιά, στο ψωμί, στο κρασί
πεταλούδες πολύχρωμες, άμυαλες οι δικοί σου καημοί
Κι ήταν μια νύφη πρώιμη
ένδυμα άσπρο της γιορτής
χαράς μαργαριτάρια
Έπεφτε χιόνι
για κείνη ευλογία θεών
στα μαλλιά τα δικά σου χορτάρι
άσπρο της λήθης σωρός
Θάλασσα, χιόνι
πώς να τα συνταιριάξεις;
Χέρια θυσίας
χιόνι πυκνό, όλα σκεπάζονται
Νύχτας πουλιά, λευκά
χωρισμού που πετούν
(Βάρη) (top) |